θεοδοσίᾳ

θεοδοσίᾳ
θεοδοσίᾱͅ , θεοδοσία
a gift
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεοδοσία — θεοδοσίᾱ , θεοδοσία a gift fem nom/voc/acc dual θεοδοσίᾱ , θεοδοσία a gift fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοδοσία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. η μάρτυς. Καταγόταν από την Τύρο της Φοινίκης. Μαρτύρησε σε ηλικία 18 χρόνων στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, αφού την έριξαν στη θάλασσα. Η μνήμη της τιμάται στις 29 Μαΐου. 2. Θ. η μάρτυς. Ήταν… …   Dictionary of Greek

  • θεοδόσια — θεοδόσιος given by God neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοδοσίας — θεοδοσίᾱς , θεοδοσία a gift fem acc pl θεοδοσίᾱς , θεοδοσία a gift fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοδοσίαν — θεοδοσίᾱν , θεοδοσία a gift fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαφειάδης, Μάρκος — (Θεοδόσια, Μικρά Ασία 1906 – Αθήνα 1992). Ηγετική μορφή της Ελληνικής Αντίστασης (1941 44) και βουλευτής (1989 92). Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή πέρασε στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια πήγε στην Καβάλα και… …   Dictionary of Greek

  • Феодосия — город в Крыму, возникший в 1784 г. на месте более древней Кафы (см. Кафа). Искусственная реставрация античного названия Θεοδοσία, Θεοδοσίη; см. Унбегаун, RЕS 16, 224. Ср. Θεοδοσία παλαιὰ ἦν ΏΕλλὰς πόλις, ΏΙωνικη᾽, Μιλησίων ἄποικος, Арриан, Перипл …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Feodosiya — Infobox Settlement settlement type = subdivision type = Country subdivision name = UKR subdivision type1 =Territory subdivision name1 =Crimea timezone=EET utc offset=+2 timezone DST=EEST utc offset DST=+3 official name = Feodosiya native name =… …   Wikipedia

  • Феодосия (имя) — У этого термина существуют и другие значения, см. Феодосия. Феодосия (Θεοδοσία) древнегреческое Род: Женский Этимологическое значение: Богом данная Другие формы: Федосья Связанные статьи: начинающиеся с «Фео …   Википедия

  • Федосья — ж., имя собств., др. русск. Θеодосия. Из греч. Θεοδοσία …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”